- προσκοπή
- (I)ἡ, Ακατασκόπευση που ενεργείται εκ τών προτέρων («ἐπὶ Καρίας ἐς προσκοπὴν τῶν Φοινισσῶν νεῶν οἰχόμεναι», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -σκοπή (< σκοπή < σκέπτομαι), πρβλ. κατα-σκοπή].————————(II)ἡ, Α [προσκόπτω]1. δυσαρέσκεια, απέχθεια2. αγανάκτηση3. αφορμή δυσαρέσκειας, σκάνδαλο.
Dictionary of Greek. 2013.